Οι μεγαλύτερες της Ελλάδας, με παραγωγή που ισοδυναμεί ή και ξεπερνάει ανά έτος το 60% του συνόλου της εγχώριας παραγωγής, οι αλυκές του Μεσολογγίου πιστοποιούν μια ιστορία αλατοποιίας εκατονταετιών για την πόλη, με τη λειτουργία τους καταγεγραμμένη ήδη από τον 14ο αιώνα.
Για όσους ταξιδεύουν από και προς την πόλη, επί της Παλαιάς Εθνικής Οδού Μεσολογγίου-Αιτωλικού, γιγάντιοι αλατοσωροί που ξεπερνούν τα 15 μέτρα ύψος αποτελούν θέαμα καθηλωτικό και παράξενο.
Στην πραγματικότητα, αυτοί οι λόφοι είναι οι υπαίθριες αποθήκες συγκέντρωσης του αλατιού και η τελική του κατάληξη. Έχει προηγηθεί η εξάτμιση του θαλασσινού νερού που έχει συγκεντρωθεί σε ειδικές λεκάνες-δεξαμενές, διάσπαρτες στις αλυκές. Αλλάζοντας δεξαμενές και μετά από διαδικασίες φιλτραρίσματος, το πλήρες αλατιού θαλασσινό νερό καταλήγει στα αλοπήγια ή τηγάνια. Εκεί θα στεγνώσει τελείως, θα συλλεχθεί, θα πλυθεί με χρήση άλμης και, έχοντας μετασχηματιστεί σε καθαρό και αγνό αλάτι, θα αποτεθεί στους πανύψηλους «λόφους». Μια διαδικασία απλή και πρωτόγονη στην τακτική της, που ξεκινά τον Μάρτιο και ολοκληρώνεται τον Οκτώβριο.
Με έκταση σχεδόν 12.000 στρεμμάτων –χωρίς να υπολογίσουμε και τις μικρές αλυκές της Τουρλίδας–, οι αλυκές Μεσολογγίου –καθώς τα ρηχά και ζεστά νερά της λιμνοθάλασσας σε συνδυασμό με τον ελάχιστο κυματισμό και τους μέτριους ανέμους αποτελούν ιδανικό πλαίσιο– παράγουν ένα ασυναγώνιστο και εξαιρετικής ποιότητας προϊόν, που συνεισφέρει καθοριστικά στην τοπική οικονομία.