Αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα και ανεγερμένος από τον περίφημο Ικτίνο, που κατάφερε να συγκεράσει αρχαϊκά χαρακτηριστικά και φόρμες της κλασικής εποχής, ο ναός αυτός θεωρείται ένα από τα λαμπρότερα δείγματα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, ενώ ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO ήδη από το 1986.
Αξιοσημείωτος για το μέγεθος και τη σχεδιαστική του καινοτομία, θεμελιωμένος στο βραχώδες και δυσπρόσιτο τοπίο των Βασσών, διαρρυθμισμένος με ποικιλία πρωτοτυπιών, ποιοτικά κατασκευασμένος, με ανοιχτόχρωμο τοπικό ασβεστόλιθο αλλά και σε κάποια σημεία του με μάρμαρο, συνδυάζει στοιχεία των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών της αρχαιότητας γεγονός που τον καθιστά μοναδικό. Είναι δωρικός, περίπτερος, δίστυλος εν παραστάσι, με πρόναο, σηκό, άδυτο και οπισθόδομο.
Χαρακτηριστικό του γνώρισμα επίσης είναι οι 6 κίονες στις στενές πλευρές του και οι 15 στις μακρές, που του έδιναν πιο επιμήκη μορφή, όπως και ο προσανατολισμός του, που ήταν από Βορρά προς Νότο, αντί να είναι,, όπως συνήθως, ανατολικομεσημβρινός – πιθανόν λόγω τοπικών θρησκευτικών και λατρευτικών παραδόσεων.
Το βασικότερο διακοσμητικό στοιχείο του ναού, ωστόσο, ήταν η μαρμάρινη ιωνική ζωφόρος, που μέρος της σήμερα βρίσκεται εκτιθέμενο στο Βρετανικό Μουσείο. Είχε συνολικό μήκος 31 μέτρα και αποτελούνταν από μαρμάρινες πλάκες στις οποίες απεικονίζεται η Αμαζονομαχία και η Κενταυρομαχία.